τρεπόμενος

τρεπόμενος
τρέπω
Studien zum griech. Perf.
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • ՅԵՂՅԵՂՈՒԿ — ( ) NBH 2 0354 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. εὑμετάβολος facile mutabilis τρεπόμενος versabiis, variabiis. Փոփոխական. յեղափոխ. յեղաշրջուկ. դիւրափոփոխ. այլայլակ. *Այր յեղյեղուկ լեզուաւ՝ անկցի ʼի չարիս. Առակ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”